πλοειδία

πλοειδία
ἡ, Ν
ο αριθμός πολλαπλασίων τών απλών χρωματοσωμάτων ενός κυττάρου ή ενός οργανισμού, εκφραζόμενος με το σύμβολο Ν, ὁπως λ.χ. διπλοειδία, πολυπλοειδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ploidy, τ. σχηματισμένος από λ. όπως di-ploidy (< διπλός + -ειδής*), hexa-ploidy κ.λπ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”